- ανθρωπομετρικός
- -ή, -όο σχετικός με την ανθρωπομετρία («ανθρωπομετρικά στοιχεία» — ανάστημα, ύψος κορμιού, διαστάσεις άκρων, βάρος εγκεφάλου κ.λπ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυκεφαλία — η ανθρωπομετρικός χαρακτήρας ατόμων των οποίων το πλάτος της κεφαλής φθάνει τα τέσσερα πέμπτα του μήκους της … Dictionary of Greek